προσόμοιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσόμοιο | τα | προσόμοια |
γενική | του | προσόμοιου & προσομοίου |
των | προσόμοιων & προσομοίων |
αιτιατική | το | προσόμοιο | τα | προσόμοια |
κλητική | προσόμοιο | προσόμοια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσόμοιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προσόμοιος < αρχαία ελληνική προσόμοιος < πρός + ὅμοιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσόμοιο ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσόμοιο
|
Πηγές
επεξεργασία- προσόμοιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσόμοιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)