Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προστρέξας η προστρέξασα το προστρέξαν
      γενική του προστρέξαντος
προστρέξαντα1
της προστρέξασας
προστρεξάσης*
του προστρέξαντος
    αιτιατική τον προστρέξαντα την προστρέξασα το προστρέξαν
     κλητική προστρέξας προστρέξασα προστρέξαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προστρέξαντες οι προστρέξασες τα προστρέξαντα
      γενική των προστρεξάντων των προστρεξασών των προστρεξάντων
    αιτιατική τους προστρέξαντες τις προστρέξασες τα προστρέξαντα
     κλητική προστρέξαντες προστρέξασες προστρέξαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προστρέξας < αρχαία ελληνική προστρέχω

  Μετοχή επεξεργασία

προστρέξας, -ασα, -αν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία