Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοήθησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βοήθησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βοηθώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βοηθώ