προσμαρτυρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσμαρτυρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσμαρτυρώ
Μετοχή
επεξεργασίαπροσμαρτυρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσμαρτυρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσμαρτυρημένος
|
προσμαρτυρημένος, -η, -ο
|