προσκόμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσκόμιση | οι | προσκομίσεις |
γενική | της | προσκόμισης* | των | προσκομίσεων |
αιτιατική | την | προσκόμιση | τις | προσκομίσεις |
κλητική | προσκόμιση | προσκομίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκομίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσκόμιση < προσκομίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκόμιση θηλυκό
- η υποβολή ή επίδειξη εγγράφων, π.χ. δικαιολογητικών ή αποδεικτικών στοιχείων
- για την έκδοση αδείας απαιτείται η προσκόμιση του διπλώματος οδήγησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσκόμιση