Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκομίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

προσκομίζω

  1. φέρνω κάτι σε κάποιον, προσφέρω
  2. παρουσιάζω
  3. κάνω την τελετή της προσκομιδής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία