προσκρουστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκρουστήρας < πρόσκρουση + -τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκρουστήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) σταθερή κατασκευή ή αντικείμενο που διακόπτει την πορεία ενός κινούμενου σώματος ή αντικειμένου ή απορροφά τους κραδασμούς της πρόσκρουσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσκρουστήρας
|