Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσεπίκληση οι προσεπικλήσεις
      γενική της προσεπίκλησης* των προσεπικλήσεων
    αιτιατική την προσεπίκληση τις προσεπικλήσεις
     κλητική προσεπίκληση προσεπικλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσεπικλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσεπίκληση < προσεπικαλώ + -ση < ελληνιστική κοινή προσεπικαλέω < αρχαία ελληνική καλέω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mise en cause[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσεπίκληση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. προσεπίκλησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)