προσεπικαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεπικαλώ < ελληνιστική κοινή προσεπικαλέω < αρχαία ελληνική πρός + ἐπικαλέω < ἐπί + καλέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική mettre en cause[1])
Ρήμα
επεξεργασίαπροσεπικαλώ (παθητική φωνή: προσεπικαλούμαι)
- (νομικός όρος) κλητεύω σε δίκη κάποιον εκτός των διαδίκων
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσεπικαλώ | προσεπικαλούσα | θα προσεπικαλώ | να προσεπικαλώ | προσεπικαλώντας | |
β' ενικ. | προσεπικαλείς | προσεπικαλούσες | θα προσεπικαλείς | να προσεπικαλείς | (προσεπικάλει) | |
γ' ενικ. | προσεπικαλεί | προσεπικαλούσε | θα προσεπικαλεί | να προσεπικαλεί | ||
α' πληθ. | προσεπικαλούμε | προσεπικαλούσαμε | θα προσεπικαλούμε | να προσεπικαλούμε | ||
β' πληθ. | προσεπικαλείτε | προσεπικαλούσατε | θα προσεπικαλείτε | να προσεπικαλείτε | προσεπικαλείτε | |
γ' πληθ. | προσεπικαλούν(ε) | προσεπικαλούσαν(ε) | θα προσεπικαλούν(ε) | να προσεπικαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσεπικάλεσα | θα προσεπικαλέσω | να προσεπικαλέσω | προσεπικαλέσει | ||
β' ενικ. | προσεπικάλεσες | θα προσεπικαλέσεις | να προσεπικαλέσεις | προσεπικάλεσε | ||
γ' ενικ. | προσεπικάλεσε | θα προσεπικαλέσει | να προσεπικαλέσει | |||
α' πληθ. | προσεπικαλέσαμε | θα προσεπικαλέσουμε | να προσεπικαλέσουμε | |||
β' πληθ. | προσεπικαλέσατε | θα προσεπικαλέσετε | να προσεπικαλέσετε | προσεπικαλέστε | ||
γ' πληθ. | προσεπικάλεσαν προσεπικαλέσαν(ε) |
θα προσεπικαλέσουν(ε) | να προσεπικαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσεπικαλέσει | είχα προσεπικαλέσει | θα έχω προσεπικαλέσει | να έχω προσεπικαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσεπικαλέσει | είχες προσεπικαλέσει | θα έχεις προσεπικαλέσει | να έχεις προσεπικαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσεπικαλέσει | είχε προσεπικαλέσει | θα έχει προσεπικαλέσει | να έχει προσεπικαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσεπικαλέσει | είχαμε προσεπικαλέσει | θα έχουμε προσεπικαλέσει | να έχουμε προσεπικαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσεπικαλέσει | είχατε προσεπικαλέσει | θα έχετε προσεπικαλέσει | να έχετε προσεπικαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσεπικαλέσει | είχαν προσεπικαλέσει | θα έχουν προσεπικαλέσει | να έχουν προσεπικαλέσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσεπικαλώ
|
- ↑ προσεπικαλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)