προσεπικαλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσεπικαλούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος προσεπικαλώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσεπικαλούμαι | προσεπικαλούμουν | θα προσεπικαλούμαι | να προσεπικαλούμαι | ||
β' ενικ. | προσεπικαλείσαι | προσεπικαλούσουν | θα προσεπικαλείσαι | να προσεπικαλείσαι | ||
γ' ενικ. | προσεπικαλείται | προσεπικαλούνταν | θα προσεπικαλείται | να προσεπικαλείται | ||
α' πληθ. | προσεπικαλούμαστε | προσεπικαλούμασταν προσεπικαλούμαστε |
θα προσεπικαλούμαστε | να προσεπικαλούμαστε | ||
β' πληθ. | προσεπικαλείστε | προσεπικαλούσασταν προσεπικαλούσαστε |
θα προσεπικαλείστε | να προσεπικαλείστε | προσεπικαλείστε | |
γ' πληθ. | προσεπικαλούνται | προσεπικαλούνταν | θα προσεπικαλούνται | να προσεπικαλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσεπικαλέστηκα | θα προσεπικαλεστώ | να προσεπικαλεστώ | προσεπικαλεστεί | ||
β' ενικ. | προσεπικαλέστηκες | θα προσεπικαλεστείς | να προσεπικαλεστείς | προσεπικαλέσου | ||
γ' ενικ. | προσεπικαλέστηκε | θα προσεπικαλεστεί | να προσεπικαλεστεί | |||
α' πληθ. | προσεπικαλεστήκαμε | θα προσεπικαλεστούμε | να προσεπικαλεστούμε | |||
β' πληθ. | προσεπικαλεστήκατε | θα προσεπικαλεστείτε | να προσεπικαλεστείτε | προσεπικαλεστείτε | ||
γ' πληθ. | προσεπικαλέστηκαν προσεπικαλεστήκαν(ε) |
θα προσεπικαλεστούν(ε) | να προσεπικαλεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσεπικαλεστεί | είχα προσεπικαλεστεί | θα έχω προσεπικαλεστεί | να έχω προσεπικαλεστεί | προσεπικαλεσμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσεπικαλεστεί | είχες προσεπικαλεστεί | θα έχεις προσεπικαλεστεί | να έχεις προσεπικαλεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσεπικαλεστεί | είχε προσεπικαλεστεί | θα έχει προσεπικαλεστεί | να έχει προσεπικαλεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσεπικαλεστεί | είχαμε προσεπικαλεστεί | θα έχουμε προσεπικαλεστεί | να έχουμε προσεπικαλεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσεπικαλεστεί | είχατε προσεπικαλεστεί | θα έχετε προσεπικαλεστεί | να έχετε προσεπικαλεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσεπικαλεστεί | είχαν προσεπικαλεστεί | θα έχουν προσεπικαλεστεί | να έχουν προσεπικαλεστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσεπικαλούμαι
|