Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσελκυσμένος η προσελκυσμένη το προσελκυσμένο
      γενική του προσελκυσμένου της προσελκυσμένης του προσελκυσμένου
    αιτιατική τον προσελκυσμένο την προσελκυσμένη το προσελκυσμένο
     κλητική προσελκυσμένε προσελκυσμένη προσελκυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσελκυσμένοι οι προσελκυσμένες τα προσελκυσμένα
      γενική των προσελκυσμένων των προσελκυσμένων των προσελκυσμένων
    αιτιατική τους προσελκυσμένους τις προσελκυσμένες τα προσελκυσμένα
     κλητική προσελκυσμένοι προσελκυσμένες προσελκυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσελκυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσελκύω

  Μετοχή επεξεργασία

προσελκυσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία