προσελκυσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσελκυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσελκύω
Μετοχή επεξεργασία
προσελκυσμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσελκύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσελκυσμένος
|
προσελκυσμένος, -η, -ο
|