προσδοσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσδοσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσδίνω
Μετοχή
επεξεργασίαπροσδοσμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσδίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσδοσμένος
|
προσδοσμένος, -η, -ο
|