προπέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προπέτης | οι | προπέτες |
γενική | του | προπέτη | των | προπετών |
αιτιατική | τον | προπέτη | τους | προπέτες |
κλητική | προπέτη | προπέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προπέτης < προπέτεια + -ης (αναδρομικός σχηματισμός < αρχαία ελληνική προπέτεια < προπετής < προπίπτω < προ- + πίπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπέτης αρσενικό (θηλυκό: προπέτισσα)
- άλλη μορφή του προπετής
Μεταφράσεις
επεξεργασία προπέτης
|