(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμνησία οι προμνησίες
      γενική της προμνησίας των προμνησιών
    αιτιατική την προμνησία τις προμνησίες
     κλητική προμνησία προμνησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προμνησία < προ- + -μνησία (όπως το αμνησία) < μεταφραστικό δάνειο απ' τη γαλλικάή έκφραση déjà vu (Χρειάζεται τεκμηρίωση, και πηγή για το πότε εμφανίστηκε η λέξη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προμνησία θηλυκό

  • το ντεζά βι, η αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση
    ※  Ο όρος déjà vou (προμνησία) περιγράφει την αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Το φαινόμενο είναι αρκετά συχνό κι έρευνες έδειξαν ότι περισσότερο από το 70% των ανθρώπων το έχουν βιώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.
    Γιάννης Μάρκοβιτς, Synenochoi, (2017), Εκδότης: Lulu.com, σελ. 15 @google.books
    ※  Σκέφτηκα γρήγορα: Αν επαναλάβω ότι ξέρω αυτό το δωμάτιο, θα συμπεράνουν «προμνησία: σύμπτωμα σχιζοφρένειας»· γι' αυτό σιώπησα. Ωστόσο, είχα déjà vu. Ο μπαμπάς και η μαμά απέδωσαν την απόπειρα αυτοκτονίας στο ότι ο Παύλος έφυγε για το Λονδίνο.
    Σώτη Τριανταφύλλου, Για την αγάπη της γεωμετρίας, (2016), Αθήνα, Εκδόσεις: Πατάκη, @google.books

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία