Ετυμολογία

επεξεργασία
déjà-vu → δείτε τις λέξεις déjà και vu

  Επίθετο

επεξεργασία

déjà-vu (fr) άκλιτο

  1. λέγεται για κάτι που προϋπήρχε αλλά εμφανίζεται ως νεωτερισμός
  2. ντεζά βι