προμηθευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμηθευτικός < προμηθευτής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπρομηθευτικός
- που έχει σχέση με προμήθειες, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτές
- που έχει σχέση με προμηθευτή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προμηθεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμηθευτικός
|