Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προμετωπία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
προμετωπί
α
οι
προμετωπί
ες
γενική
της
προμετωπί
ας
των
προμετωπι
ών
αιτιατική
την
προμετωπί
α
τις
προμετωπί
ες
κλητική
προμετωπί
α
προμετωπί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προμετωπία
<
προ-
+
μέτωπο
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προμετωπία
θηλυκό
(
ιατρική
,
ανθρωπολογία
) η
εμφάνιση
κλίσης
προς τα
εμπρός
στο
μετωπικό
οστό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
οπισθομετωπία
ορθομετωπία
ορθοφορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προμετωπία