ορθομετωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαορθομετωπία θηλυκό
- (ιατρική, ανθρωπολογία) ο φυσιολογικός / συνηθισμένος / κανονικός σχηματισμός του μετώπου κάποιου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορθομετωπία
|