προκβαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπροκβαντικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο - (φυσική)
- νευτώνειος, που αφορά την κλασική-νευτώνεια μηχανική
- προκβαντική-κλασική μηχανική
προκβαντικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο - (φυσική)