Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευτώνειος η νευτώνεια το νευτώνειο
      γενική του νευτώνειου της νευτώνειας του νευτώνειου
    αιτιατική τον νευτώνειο τη νευτώνεια το νευτώνειο
     κλητική νευτώνειε νευτώνεια νευτώνειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευτώνειοι οι νευτώνειες τα νευτώνεια
      γενική των νευτώνειων των νευτώνειων των νευτώνειων
    αιτιατική τους νευτώνειους τις νευτώνειες τα νευτώνεια
     κλητική νευτώνειοι νευτώνειες νευτώνεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευτώνειος < το όνομα Νεύτων προς τιμήν του Άγγλου φυσικού Νεύτωνα (Newton) + -ειος

  Επίθετο επεξεργασία

νευτώνειος

  • που σχετίζεται με τον Άγγλο φυσικό Νεύτωνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία