προκαταρκτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προκαταρκτικά | ||
γενική | των | προκαταρκτικών | ||
αιτιατική | τα | προκαταρκτικά | ||
κλητική | προκαταρκτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκαταρκτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προκαταρκτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκαταρκτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- προπαρασκευαστικές διαδικασίες ή λόγια
- (ειδικότερα) διαδικασίες ή παιχνίδι ερωτικού περιεχομένου πριν από τη συνουσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκαταρκτικά
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκαταρκτικά < προκαταρκτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροκαταρκτικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προκαταρκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροκαταρκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προκαταρκτικός