Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα προκαταρκτικά
      γενική των προκαταρκτικών
    αιτιατική τα προκαταρκτικά
     κλητική προκαταρκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκαταρκτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προκαταρκτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προκαταρκτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. προπαρασκευαστικές διαδικασίες ή λόγια
  2. (ειδικότερα) διαδικασίες ή παιχνίδι ερωτικού περιεχομένου πριν από τη συνουσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκαταρκτικά < προκαταρκτικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

προκαταρκτικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προκαταρκτικά