προκαταβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκαταβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προκαταβάλλω
Μετοχή
επεξεργασίαπροκαταβεβλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προκαταβάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκαταβεβλημένος
|