προκάρδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκάρδιος < προκάρδιο < (ελληνιστική κοινή) προκάρδιον < πρό + καρδία
Επίθετο
επεξεργασίαπροκάρδιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προκάρδιος
προκάρδιος, -α, -ο