προθείος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προθείος | οι | προθείοι |
γενική | του | προθείου | των | προθείων |
αιτιατική | τον | προθείο | τους | προθείους |
κλητική | προθείε | προθείοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προθείος < προ- + θείος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈθi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐θεί‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροθείος αρσενικό (θηλυκό προθεία)