Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεξαγγελμένος η προεξαγγελμένη το προεξαγγελμένο
      γενική του προεξαγγελμένου της προεξαγγελμένης του προεξαγγελμένου
    αιτιατική τον προεξαγγελμένο την προεξαγγελμένη το προεξαγγελμένο
     κλητική προεξαγγελμένε προεξαγγελμένη προεξαγγελμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεξαγγελμένοι οι προεξαγγελμένες τα προεξαγγελμένα
      γενική των προεξαγγελμένων των προεξαγγελμένων των προεξαγγελμένων
    αιτιατική τους προεξαγγελμένους τις προεξαγγελμένες τα προεξαγγελμένα
     κλητική προεξαγγελμένοι προεξαγγελμένες προεξαγγελμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

προεξαγγελμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • προεξαγγελμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)