προβοσκιδωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προβοσκιδωτά | ||
γενική | των | προβοσκιδωτών | ||
αιτιατική | τα | προβοσκιδωτά | ||
κλητική | προβοσκιδωτά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προβοσκιδωτά < προβοσκίδα + -ωτά < αρχαία ελληνική προβοσκίς < βόσκω (μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Proboscidea ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proboscidiens ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική proboscidiens)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροβοσκιδωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) τάξη μεγάλων θηλαστικών που φέρουν προβοσκίδα (επιστημονική ονομασία Proboscidea)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- σπάνια απαντά και ο ενικός αριθμός προβοσκιδωτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προβοσκιδωτά
Πηγές
επεξεργασία- προβοσκιδωτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προβοσκιδωτά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προβοσκιδωτά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)