Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαποφασισμένος η προαποφασισμένη το προαποφασισμένο
      γενική του προαποφασισμένου της προαποφασισμένης του προαποφασισμένου
    αιτιατική τον προαποφασισμένο την προαποφασισμένη το προαποφασισμένο
     κλητική προαποφασισμένε προαποφασισμένη προαποφασισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαποφασισμένοι οι προαποφασισμένες τα προαποφασισμένα
      γενική των προαποφασισμένων των προαποφασισμένων των προαποφασισμένων
    αιτιατική τους προαποφασισμένους τις προαποφασισμένες τα προαποφασισμένα
     κλητική προαποφασισμένοι προαποφασισμένες προαποφασισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προαποφασισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προαποφασίζω

  Μετοχή επεξεργασία

προαποφασισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία