πρεσβυωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρεσβυωπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική presbyopia < αρχαία ελληνική πρέσβυς + ὤψ (πρόσωπο, όψη, μάτι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρεσβυωπία θηλυκό
- (ιατρική) αδυναμία των ματιών να εστιάσουν σε κοντινά αντικείμενα που εμφανίζεται κυρίως σε ηλικιωμένους (κωδικός ICD-10 "H52.4")
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρεσβυωπία