ημεραλωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημεραλωπία < γαλλική héméralopie < νεολατινική hemeralopia < αρχαία ελληνική ἡμεράλωψ < ἡμέρα + ἀλαός + ὤψ (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημεραλωπία θηλυκό
- (ιατρική) αδυναμία της όρασης που χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία να δει κάποιος όταν υπάρχει υψηλός φωτισμός, δηλαδή την ημέρα
- οι πάσχοντες από ημεραλωπία έχουν καλή όραση μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημεραλωπία