πρεσβύωπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πρεσβύωπας | οι | πρεσβύωπες |
γενική | του του/της |
πρεσβύωπα πρεσβύωπος |
των | πρεσβυώπων |
αιτιατική | τον/την | πρεσβύωπα | τους/τις | πρεσβύωπες |
κλητική | πρεσβύωπα | πρεσβύωπες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρεσβύωπας < πρεσβύωψ < πρεσβυ(ωπία) + -ωψ[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρεσβύωπας αρσενικό ή θηλυκό
- που πάσχει από πρεσβυωπία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρεσβύωπας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρεσβύωπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας