πρεσβυγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρεσβυγενής | η | πρεσβυγενής | το | πρεσβυγενές |
γενική | του | πρεσβυγενούς* | της | πρεσβυγενούς | του | πρεσβυγενούς |
αιτιατική | τον | πρεσβυγενή | την | πρεσβυγενή | το | πρεσβυγενές |
κλητική | πρεσβυγενή(ς) | πρεσβυγενής | πρεσβυγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρεσβυγενείς | οι | πρεσβυγενείς | τα | πρεσβυγενή |
γενική | των | πρεσβυγενών | των | πρεσβυγενών | των | πρεσβυγενών |
αιτιατική | τους | πρεσβυγενείς | τις | πρεσβυγενείς | τα | πρεσβυγενή |
κλητική | πρεσβυγενείς | πρεσβυγενείς | πρεσβυγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρεσβυγενής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπρεσβυγενής
- ο πρωτότοκος υιός μιας οικογένειας, που βγήκε από τα σπλάχνα της μάνας πρώτος
Συνώνυμα
επεξεργασία- πρωτογενής
- πρωτογέννητος
- πρώτος
- είναι ο πρώτος μου, αναφώνησε με μια φωνή όλο καμάρι ο πατέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρεσβυγενής
|