πρίφτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρίφτης | οι | πρίφτες |
γενική | του | πρίφτη | των | πριφτών |
αιτιατική | τον | πρίφτη | τους | πρίφτες |
κλητική | πρίφτη | πρίφτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρίφτης < αλβανική prift < δημώδης λατινική prev(i)ter / preb(i)ter < λατινική presbyter < αρχαία ελληνική πρεσβύτερος (αντιδάνειο) < πρέσβυς
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρίφτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρίφτης
|