πουαντιλιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πουαντιλιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pointilliste < pointillisme < pointiller < point < λατινική punctum < punctus < pungo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pu.a.di.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐α‐ντι‐λι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουαντιλιστής αρσενικό
- (ζωγραφική) ζωγράφος που χρησιμοποιεί την τεχνική του πουαντιλισμού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πουαντιλισμός και πουά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πουαντιλιστής