ποτόκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποτόκι | τα | ποτόκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ποτόκι | τα | ποτόκια |
κλητική | ποτόκι | ποτόκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποτόκι < σλαβικής προέλευσης potok (ρέμα, ρυάκι) < πρωτοσλαβική *potokъ < *po- + *tokъ (ρέμα, ρυάκι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποτόκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) ρέμα, ρυάκι
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) λάκκος σε ελαιοτριβείο (που συνηθως μαζεύεται το λάδι μετά από την έκθλιψη των ελιών)
- Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η σταχομαζώχτρα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποτόκι
|