μούργα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούργα | οι | μούργες |
γενική | της | μούργας | — | |
αιτιατική | τη | μούργα | τις | μούργες |
κλητική | μούργα | μούργες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μούργα < λατινική amurga < αρχαία ελληνική ἀμόργη (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμούργα θηλυκό
- το κατακάθι του λαδιού
- Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)