Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούργα οι μούργες
      γενική της μούργας
    αιτιατική τη μούργα τις μούργες
     κλητική μούργα μούργες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μούργα < λατινική amurga < αρχαία ελληνική ἀμόργη (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μούργα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία