ποστάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποστάλι | τα | ποστάλια |
γενική | του | ποσταλιού | των | ποσταλιών |
αιτιατική | το | ποστάλι | τα | ποστάλια |
κλητική | ποστάλι | ποστάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποστάλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική postale + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποστάλι ουδέτερο (& ποστάλ)
- (παρωχημένο) πλοίο που κάνει σταθερό δρομολόγιο
- (παρωχημένο) πλοίο επιβατηγό ή ταχυδρομικό