Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορφυρίτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πορφυρίτ
ης
οι
πορφυρίτ
ες
γενική
του
πορφυρίτ
η
των
πορφυριτ
ών
αιτιατική
τον
πορφυρίτ
η
τους
πορφυρίτ
ες
κλητική
πορφυρίτ
η
πορφυρίτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα κομμάτι
πορφυρίτη
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορφυρίτης
<
πορφύρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πορφυρίτης
αρσενικό
σκληρό
πέτρωμα
που χρησιμοποιείται ως
δομικό
υλικό, π.χ. στην κατασκευή και επένδυση κλιμάκων
Συγγενικά
επεξεργασία
πορφυρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορφυρίτης
αγγλικά
:
porphyry
(en)