Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορφυρίτης οι πορφυρίτες
      γενική του πορφυρίτη των πορφυριτών
    αιτιατική τον πορφυρίτη τους πορφυρίτες
     κλητική πορφυρίτη πορφυρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα κομμάτι πορφυρίτη

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορφυρίτης < πορφύρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορφυρίτης αρσενικό

  • σκληρό πέτρωμα που χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό, π.χ. στην κατασκευή και επένδυση κλιμάκων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία