Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτόνι τα πορτόνια
      γενική του πορτονιού των πορτονιών
    αιτιατική το πορτόνι τα πορτόνια
     κλητική πορτόνι πορτόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική portone (ή από βενετική porton) (είσοδος, εξώπορτα) < port(a) + -one,(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) κυριολεκτικά: μεγάλη πόρτα, πορτάρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτόνι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.