ποντικίσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποντικίσιος | η | ποντικίσια | το | ποντικίσιο |
γενική | του | ποντικίσιου | της | ποντικίσιας | του | ποντικίσιου |
αιτιατική | τον | ποντικίσιο | την | ποντικίσια | το | ποντικίσιο |
κλητική | ποντικίσιε | ποντικίσια | ποντικίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποντικίσιοι | οι | ποντικίσιες | τα | ποντικίσια |
γενική | των | ποντικίσιων | των | ποντικίσιων | των | ποντικίσιων |
αιτιατική | τους | ποντικίσιους | τις | ποντικίσιες | τα | ποντικίσια |
κλητική | ποντικίσιοι | ποντικίσιες | ποντικίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |