↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονηρία οι πονηρίες
      γενική της πονηρίας των πονηριών
    αιτιατική την πονηρία τις πονηρίες
     κλητική πονηρία πονηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πονηρία < αρχαία ελληνική πονηρία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πονηρία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονηρία οι πονηρίες
      γενική της πονηρίας των πονηριών
    αιτιατική την πονηρία τις πονηρίες
     κλητική πονηρία πονηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πονηρία < πονηρεύομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πονηρία θηλυκό

  1. η πονηριά, μοχθηρία, κακία
    ἡ μωρία . . ἀδελφὴ τῆς πονηρίας ἔφυ
  2. η κακή κατάσταση (υγείας, ψυχής κ.λπ.)