πολύοσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύοσμος < ελληνιστική κοινή πολύοσμος < αρχαία ελληνική πολύς + ὀσμή
Επίθετο επεξεργασία
πολύοσμος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύοσμος
|
πολύοσμος, -η, -ο
|