Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύνεκρος η πολύνεκρη το πολύνεκρο
      γενική του πολύνεκρου της πολύνεκρης του πολύνεκρου
    αιτιατική τον πολύνεκρο την πολύνεκρη το πολύνεκρο
     κλητική πολύνεκρε πολύνεκρη πολύνεκρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύνεκροι οι πολύνεκρες τα πολύνεκρα
      γενική των πολύνεκρων των πολύνεκρων των πολύνεκρων
    αιτιατική τους πολύνεκρους τις πολύνεκρες τα πολύνεκρα
     κλητική πολύνεκροι πολύνεκρες πολύνεκρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύνεκρος < πολυ- + νεκρός

  Επίθετο επεξεργασία

πολύνεκρος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πολύνεκροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πολύνεκρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)