Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριόνεκρος η μυριόνεκρη το μυριόνεκρο
      γενική του μυριόνεκρου της μυριόνεκρης του μυριόνεκρου
    αιτιατική τον μυριόνεκρο τη μυριόνεκρη το μυριόνεκρο
     κλητική μυριόνεκρε μυριόνεκρη μυριόνεκρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριόνεκροι οι μυριόνεκρες τα μυριόνεκρα
      γενική των μυριόνεκρων των μυριόνεκρων των μυριόνεκρων
    αιτιατική τους μυριόνεκρους τις μυριόνεκρες τα μυριόνεκρα
     κλητική μυριόνεκροι μυριόνεκρες μυριόνεκρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυριόνεκρος < ελληνιστική κοινή μυριόνεκρος < αρχαία ελληνική μύριοι + νεκρός

  Επίθετο επεξεργασία

μυριόνεκρος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία