Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυριόνεκρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μυριόνεκρ
ος
η
μυριόνεκρ
η
το
μυριόνεκρ
ο
γενική
του
μυριόνεκρ
ου
της
μυριόνεκρ
ης
του
μυριόνεκρ
ου
αιτιατική
τον
μυριόνεκρ
ο
τη
μυριόνεκρ
η
το
μυριόνεκρ
ο
κλητική
μυριόνεκρ
ε
μυριόνεκρ
η
μυριόνεκρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μυριόνεκρ
οι
οι
μυριόνεκρ
ες
τα
μυριόνεκρ
α
γενική
των
μυριόνεκρ
ων
των
μυριόνεκρ
ων
των
μυριόνεκρ
ων
αιτιατική
τους
μυριόνεκρ
ους
τις
μυριόνεκρ
ες
τα
μυριόνεκρ
α
κλητική
μυριόνεκρ
οι
μυριόνεκρ
ες
μυριόνεκρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυριόνεκρος
<
ελληνιστική κοινή
μυριόνεκρος
<
αρχαία ελληνική
μύριοι
+
νεκρός
Επίθετο
επεξεργασία
μυριόνεκρος, -η, -ο
(
λογοτεχνικό
) ο
πολύνεκρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυριόνεκρος
→
δείτε
τη λέξη
πολύνεκρος