Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύθρησκος η πολύθρησκη το πολύθρησκο
      γενική του πολύθρησκου της πολύθρησκης του πολύθρησκου
    αιτιατική τον πολύθρησκο την πολύθρησκη το πολύθρησκο
     κλητική πολύθρησκε πολύθρησκη πολύθρησκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύθρησκοι οι πολύθρησκες τα πολύθρησκα
      γενική των πολύθρησκων των πολύθρησκων των πολύθρησκων
    αιτιατική τους πολύθρησκους τις πολύθρησκες τα πολύθρησκα
     κλητική πολύθρησκοι πολύθρησκες πολύθρησκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύθρησκος < πολύ- + θρησκεία

  Επίθετο επεξεργασία

πολύθρησκος

  • που πιστεύει ή ανήκει σε διαφορετικές θρησκείες
    ※  Όταν ο Ρουμί πέθανε, στις 17 Δεκεμβρίου 1273, στα 67 του χρόνια, όλος ο πολύθρησκος πληθυσμός στην κηδεία του πάλεψε να σηκώσει το φέρετρο: Χριστιανοί, εβραίοι, μουσουλμάνοι, όλοι οι τιμημένοι φίλοι του στη ζωή. (Τζελαλουντίν Ρουμί, 2/3/2003, εφημ. Ριζοσπάστης, [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία