πολύθρησκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολύθρησκος
- που πιστεύει ή ανήκει σε διαφορετικές θρησκείες
- ※ Όταν ο Ρουμί πέθανε, στις 17 Δεκεμβρίου 1273, στα 67 του χρόνια, όλος ο πολύθρησκος πληθυσμός στην κηδεία του πάλεψε να σηκώσει το φέρετρο: Χριστιανοί, εβραίοι, μουσουλμάνοι, όλοι οι τιμημένοι φίλοι του στη ζωή. (Τζελαλουντίν Ρουμί, 2/3/2003, εφημ. Ριζοσπάστης, [1])