Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολύβουος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.4
Άλλες μορφές
1.4.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολύβου
ος
η
πολύβου
η
το
πολύβου
ο
γενική
του
πολύβου
ου
της
πολύβου
ης
του
πολύβου
ου
αιτιατική
τον
πολύβου
ο
την
πολύβου
η
το
πολύβου
ο
κλητική
πολύβου
ε
πολύβου
η
πολύβου
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολύβου
οι
οι
πολύβου
ες
τα
πολύβου
α
γενική
των
πολύβου
ων
των
πολύβου
ων
των
πολύβου
ων
αιτιατική
τους
πολύβου
ους
τις
πολύβου
ες
τα
πολύβου
α
κλητική
πολύβου
οι
πολύβου
ες
πολύβου
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολύβουος
<
πολυ-
+
βουή
/
βοή
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
poˈli.vu.os
/
Επίθετο
επεξεργασία
πολύβουος, -η, -ο
που χαρακτηρίζεται από πολλή
βοή
, από πολύ
θόρυβο
η
πολύβουη
πόλη
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πολύβοος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολύβουος
γαλλικά
:
bruyant
(fr)
,
grouillant
(fr)
,
trépidant
(fr)