↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύβουος η πολύβουη το πολύβουο
      γενική του πολύβουου της πολύβουης του πολύβουου
    αιτιατική τον πολύβουο την πολύβουη το πολύβουο
     κλητική πολύβουε πολύβουη πολύβουο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύβουοι οι πολύβουες τα πολύβουα
      γενική των πολύβουων των πολύβουων των πολύβουων
    αιτιατική τους πολύβουους τις πολύβουες τα πολύβουα
     κλητική πολύβουοι πολύβουες πολύβουα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύβουος < πολυ- + βουή / βοή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈli.vu.os/

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύβουος, -η, -ο

  • που χαρακτηρίζεται από πολλή βοή, από πολύ θόρυβο
    η πολύβουη πόλη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία