πολύβοος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολύβοος | η | πολύβοη | το | πολύβοο |
γενική | του | πολύβοου | της | πολύβοης | του | πολύβοου |
αιτιατική | τον | πολύβοο | την | πολύβοη | το | πολύβοο |
κλητική | πολύβοε | πολύβοη | πολύβοο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολύβοοι | οι | πολύβοες | τα | πολύβοα |
γενική | των | πολύβοων | των | πολύβοων | των | πολύβοων |
αιτιατική | τους | πολύβοους | τις | πολύβοες | τα | πολύβοα |
κλητική | πολύβοοι | πολύβοες | πολύβοα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli.vo.os/
Επίθετο επεξεργασία
πολύβοος, -η, -ο
- άλλη μορφή του πολύβουος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύβοος
|