πολύβουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύβουλος < αρχαία ελληνική πολύβουλος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύβουλος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολύβουλος
|
Δείτε επίσης : παλίμβουλος |
πολύβουλος, -η, -ο
|