Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυφαγάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πολυφαγ
άς
οι
πολυφαγ
άδες
γενική
του
πολυφαγ
ά
των
πολυφαγ
άδων
αιτιατική
τον
πολυφαγ
ά
τους
πολυφαγ
άδες
κλητική
πολυφαγ
ά
πολυφαγ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυφαγάς
<
πολύ
+
φαγάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πολυφαγάς
αρσενικό
,
πολυφαγού
στο θηλυκό
φιλήδονος
, που του αρέσουν πολύ τα
φαγητά
≈
συνώνυμα
:
αδηφάγος
,
λαίμαργος
,
πολυφάγος
Συγγενικά
επεξεργασία
πολυφαγία
πολυφάγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυφαγάς