↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η πολυτόκος το πολυτόκο
      γενική του/της πολυτόκου του πολυτόκου
    αιτιατική τον/την πολυτόκο το πολυτόκο
     κλητική πολυτόκε πολυτόκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυτόκοι τα πολυτόκα
      γενική των πολυτόκων των πολυτόκων
    αιτιατική τους/τις πολυτόκους τα πολυτόκα
     κλητική πολυτόκοι πολυτόκα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυτόκος < πολύτοκος με μετακίνηση τόνου, (πολυ- + -τόκος) κατά τα άλλα σύνθετα [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.liˈto.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐τό‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυτόκος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία