↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυτασικός η πολυτασική το πολυτασικό
      γενική του πολυτασικού της πολυτασικής του πολυτασικού
    αιτιατική τον πολυτασικό την πολυτασική το πολυτασικό
     κλητική πολυτασικέ πολυτασική πολυτασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυτασικοί οι πολυτασικές τα πολυτασικά
      γενική των πολυτασικών των πολυτασικών των πολυτασικών
    αιτιατική τους πολυτασικούς τις πολυτασικές τα πολυτασικά
     κλητική πολυτασικοί πολυτασικές πολυτασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυτασικός (νεολογισμός) < πολυ- + τάση + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυτασικός, -ή, -ό

  1. (νεολογισμός, ηλεκτρολογία) που μπορεί να λειτουργεί ή να συνδέεται σε πολλές τάσεις
  2. (νεολογισμός, μεταφορικά) που αφορά πολλές τάσεις, τις ενσωματώνει ή τις εκπροσωπεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πολυτασικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πολυτασικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr