πολυτασικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυτασικός (νεολογισμός) < πολυ- + τάση + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπολυτασικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, ηλεκτρολογία) που μπορεί να λειτουργεί ή να συνδέεται σε πολλές τάσεις
- (νεολογισμός, μεταφορικά) που αφορά πολλές τάσεις, τις ενσωματώνει ή τις εκπροσωπεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυτασικός
|
Πηγές
επεξεργασία- πολυτασικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολυτασικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr