Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυτασικός η πολυτασική το πολυτασικό
      γενική του πολυτασικού της πολυτασικής του πολυτασικού
    αιτιατική τον πολυτασικό την πολυτασική το πολυτασικό
     κλητική πολυτασικέ πολυτασική πολυτασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυτασικοί οι πολυτασικές τα πολυτασικά
      γενική των πολυτασικών των πολυτασικών των πολυτασικών
    αιτιατική τους πολυτασικούς τις πολυτασικές τα πολυτασικά
     κλητική πολυτασικοί πολυτασικές πολυτασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυτασικός < πολυ- + τάση + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυτασικός

  1. (ηλεκτρολογία) που μπορεί να λειτουργεί ή να συνδέεται σε πολλές τάσεις
  2. που αφορά πολλές τάσεις, τις ενσωματώνει ή τις εκπροσωπεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία